- πεντεκαιδέκανδρος
- ὁ, Αο τελευταίος από τους δεκαπέντε ιερείς που ήταν επιστάτες τών ναών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δέκ-ανδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek